σουλφόνη — η, Ν συν. στον πληθ. οι σουλφόνες χημ. συνοπτική ονομασία θειούχων οργανικών ενώσεων που σχηματίζονται κατά την οξείδωση τών θειαιθέρων ή τών σουλφοξειδίων και αποτελούν δραστικά συστατικά πολλών φαρμάκων, ιδίως εκείνων που χρησιμοποιούνται για… … Dictionary of Greek
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek
χημειοθεραπεία — Μέθοδος θεραπείας που, βασίζεται σε βιολογικές, χημικές και ιατρικές γνώσεις, ερευνά και ετοιμάζει την παραγωγή ουσιών, που έχουν την ιδιότητα να δρουν τοξικά επί μικροβίων, ιών μεγάλου μεγέθους, ελμίνθων, πρωτοζώων, χωρίς να προκαλούν βλάβη στα… … Dictionary of Greek
θειαιθέρες — Θειοργανικές ενώσεις του τύπου R S R’ (R, R’ όμοια ή διαφορετικά αλκύλια). Πρόκειται για ενώσεις ανάλογες με τους αιθέρες και προκύπτουν από αυτούς με αντικατάσταση ενός ατόμου οξυγόνου από θείο. Είναι άχρωμα υγρά, γενικά δύσοσμα (έχουν αιθερική… … Dictionary of Greek